ΤΟΤΕ ΕΝΑΣ ΧΤΙΣΤΗΣ ΣΗΚΩΘΗΚΕ ΚΑΙ ΕΙΠΕ… Μίλησε μας για τα Σπίτια.
Και αυτός απάντησε λέγοντας:
Χτίστε με τη φαντασία σας ένα καλυβόσπιτο στην ερημιά προτού χτίσετε ένα σπίτι μέσα στα τείχη της πόλης.
Γιατί όπως εσείς νιώθετε την ανάγκη κάπου να γυρίσετε στο λυκόφως σας, νιώθει την ίδια ανάγκη και αυτός που περιπλανιέται μέσα σας, ο πάντα απόμακρος και μοναχικός.
Το σπίτι σας είναι το μεγαλύτερο σας σώμα.
Μεγαλώνει στον ήλιο και κοιμάται στη σιωπή της νύχτας• και δεν του λείπουν τα όνειρα. Δεν ονειρεύεται το σπίτι σας; Και δεν αφήνει την πόλη για το σύδεντρο και την κορφή του λόφου καθώς ονειρεύεται;
Είθε να μάζευα τα σπίτια σας στο χέρι μου, και σαν σπορέας να τα σκόρπιζα σε δάση και λιβάδια.
Είθε τα λιβάδια να ήταν οι δρόμοι σας, και τα πράσινα μονοπάτια τα δρομάκια σας, για να ψάχνετε ο ένας τον άλλο μες στ’ αμπέλια, και να έρχεστε με την ευωδιά της γης στα ρούχα σας.
Όμως αυτά δεν θα συμβούν ακόμα.
Μέσα στο φόβο τους οι πρόγονοι σας σας μάζεψαν πολύ κοντά τον ένα στον άλλο. Και αυτός ο φόβος θα κρατήσει λίγο ακόμα. Για λίγο ακόμα θα χωρίζουν οι τοίχοι της πόλης σας τις καρδιές σας από τα λιβάδια σας.
Για πείτε μου, άνθρωποι της Ορφαλήζ, τι έχετε σ’ αυτά τα σπίτια; Τι είναι αυτό που φυλάτε πίσω από πόρτες κλειδωμένες;
Είναι μήπως η ειρήνη, ο ήρεμος πόθος που αποκαλύπτει τη δύναμη σας;
Είναι οι θύμησες, τα αστραφτερά τόξα που διασχίζουν τις κορυφές του πνεύματος;
Είναι η ομορφιά, που οδηγεί την καρδιά πέρα από πράγματα φτιαγμένα από ξύλο και πέτρα, προς το ιερό βουνό;
Πείτε μου, τα έχετε αυτά στα σπίτια σας;
Ή έχετε μόνο ανέσεις και το πάθος για τις ανέσεις, το ύπουλο τούτο πράγμα που μπαίνει πρώτα σαν επισκέπτης, για να γίνει έπειτα οικοδεσπότης και στη συνέχεια αφέντης του σπιτιού σας;
Ναι, και καταντάει δαμαστής, που με γάντζο και μαστίγιο κατευθύνει τους πιο μεγάλους σας πόθους.
Μπορεί να έχει χέρια από μετάξι, όμως η καρδιά του είναι από σίδερο.
Σας αποκοιμίζει γλυκά, μόνο και μόνο για να σταθεί πλάι στο προσκεφάλι σας και να χλευάσει την αξιοπρέπεια της σάρκας.
Ξεγελάει τις αισθήσεις σας και τις απιθώνει σαν εύθραυστα βάζα πάνω στα χνούδια αγκαθιών.
Αλήθεια, η λαχτάρα για ανέσεις σκοτώνει το πάθος της ψυχής και κατόπιν βαδίζει μειδιώντας στην κηδεία.
Όμως εσείς, παιδιά του σύμπαντος, εσείς που δεν έχετε ησυχία στην ανάπαυση σας, δε θα παγιδευτείτε ποτέ, μήτε θα σας δαμάσει κανείς.
Το σπίτι σας δε θα γίνει άγκυρα αλλά κατάρτι.
Δε θα γίνει το γυαλιστερό δέρμα που σκεπάζει την πληγή, αλλά το βλέφαρο που φυλά το μάτι.
Δε θα διπλώσετε τα φτερά σας για να περάσετε μέσα από πόρτες, δε θα σκύψετε τα κεφάλια σας για να μη χτυπήσουν στην οροφή, μήτε θα φοβηθείτε να αναπνεύσετε για να μη ραγίσουν και σωριαστούν οι τοίχοι.
Δε θα κατοικήσετε σε τάφους που έφτιαξαν οι νεκροί για τους ζωντανούς.
Ακόμα κι αν το σπίτι σας είναι μεγαλόπρεπο και θαυμάσιο, δε θα κρατά κλεισμένο μέσα του το μυστικό σας, μήτε θα στεγάζει τον πόθο σας.
Γιατί αυτό που είναι χωρίς όρια μέσα σας κατοικεί στο παλάτι του ουρανού, που έχει για πύλη την πάχνη της αυγής και για παραθύρια τα τραγούδια και τις σιωπές της νύχτας.
Kahlil Gibran, Ο Προφήτης, Εκδόσεις: PRINTA