ΕΛΕΓΕ για τον Γέροντα του κάποιος υποτακτικός, πως είκοσι ολόκληρα χρόνια δεν ξάπλωσε να κοιμηθεί σε στρώμα, αλλά έπαιρνε λίγο ύπνο, καθισμένος στο σκαμνί που εργαζόταν.
Έτρωγε δε, όλο εκείνο τον καιρό, κάθε δύο μέρες, άλλοτε κάθε τέσσερις ή πέντε. Συνήθιζε να τρώγει με το ένα χέρι το λιτό του φαγητό, ενώ το άλλο το είχε πάντα υψωμένο στον ουρανό και προσευχόταν.
– Γιατί το κάνεις αυτό, Αββά; Ρωτούσε ο μαθητής του.
– Έχω μπροστά στα μάτια μου την κρίση του Θεού, τέκνον μου, και δε μπορώ να περιμένω, του εξηγούσε ο αγαθός Γέροντας.
Βγήκε μια μέρα από την καλύβα του ο Αββάς και βρήκε τον μαθητή του ξαπλωμένο στο κατώφλι να κοιμάται. Στάθηκε έκπληκτος από πάνω του και τον κοίταζε, κουνώντας περίλυπος την κεφαλή του.
– Που να βρίσκεται άραγε ο λογισμός του και κοιμάται με τόση αφροντισιά;
***
Όταν πρόκειται να αρχίσεις ένα οποιοδήποτε έργο, συμβουλεύει κάποιος Γέροντας, κάνε ευσυνείδητα αυτή την ερώτηση στον εαυτό σου;
– Αν αυτή τη στιγμή με επισκεφτεί ο Κύριος μου, τι γίνεται;
Πρόσεχε να ακούσης καλά τι θα σου αποκριθεί η συνείδησης σου. Αν σε αποδοκιμάζει, παράτησε ευθύς εκείνο, που είχες αποφασίσει να κάνης, και άρχισε κάποιο άλλο, που θα το επιδοκιμάζει, για να το τελειώσεις θαρρετά.
Ο εργάτης της αρετής πρέπει να είναι κάθε στιγμή έτοιμος να αντικρύσει ήρεμα τον θάνατο.
Όταν πέφτεις στο στρώμα για να κοιμηθείς, ή σηκώνεσαι από τον ύπνο, όταν τρως ή εργάζεσαι, όταν στέκεσαι ή βαδίζεις, να λες διαρκώς στο λογισμό σου:
– Αν αυτή τη στιγμή με καλέσει ο Κύριος μου, είμαι άραγε έτοιμος;
Άκουε πάλι με προσοχή τι θα σε πληροφορήσει η συνείδησης σου και μη πάψης να συμμορφώνεσαι με τις οδηγίες της. Η καρδιά σου θα σε βεβαιώσει ακόμη ότι ο Θεός έκανε έλεος για σε.
ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ