Ετούτη είναι η ιστορία του Τζεμ Μπεχτσή του πολυταξιδεμένου, που τριγύριζε τον κόσμο όλο κι έψαχνε να βρει τον καλύτερο θεό. Και που δεν πήγε. Έφτασε ως τα πέρατα της οικουμένης και κανείς δεν μπορούσε να τον πείσει πως ο δικός του θεός ήταν καλύτερος απ’ το θεό των άλλων. Όλοι οι θεοί φαίνονταν στον Τζεμ άξιοι, με τα καλά τους και τα κακά τους. Τα χρόνια κυλούσαν και ο Τζεμ συνέχιζε να ψάχνει.
Κάποτε έφτασε στο περιβόλι ενός μαραμπού, που οι αρετές του ήταν γνωστές σ’ ολόκληρη την Περσία, απ’ το Μερβ ως το Ισπαχάν. Ο Τζεμ φόρεσε την καθαρή άσπρη κελεμπία του και πήγε να τον δει. Τον βρήκε την ώρα που ο μαραμπού πότιζε τις φασκομηλιές του. Γονάτισε κι έπιασε να του φιλάει τα χέρια.
« Έχω απελπιστεί, δάσκαλε, του είπε. Τόσα χρόνια ψάχνω ένα θεό να λατρέψω και δεν έχω βρει κανέναν. Τα πόδια μου γέμισαν φουσκάλες και δε με βαστούν πια. Κάποιο πνεύμα θα μ’ έχει μαγέψει κι έχω χάσει τη σκιά μου. Πες μου ποιος είναι ο καλύτερος θεός κι αμέσως θα πέσω να τον προσκυνήσω».
«Τα λόγια του συγκίνησαν τον μαραμπού. Πήρε τον Τζεμ απ’ το χέρι και τον πήγε στην άκρη του περιβολιού. Κάθισαν κάτω από μια φασκομηλιά και είδαν τον ήλιο να βασιλεύει. Μόνο τότε μίλησε ο μαραμπού».
«Για να απαντήσει κανείς σ’ ένα τόσο μεγάλο ερώτημα, Τζεμ Μπεχτσή, πρέπει πρώτα να δώσει απάντηση σ’ ένα άλλο. Να πει ποιο είναι το χρώμα εκείνου. Να, βλέπεις τη δύση του ήλιου; Τα χρώματα του δειλινού αλλάζουν. Μόλις τα προφταίνει το μάτι. Δες τα, γιε μου. Δες τα μαζί μου».
«Μήπως το χρώμα του είναι το γαλανό της μεγαλοσύνης; Θαρρώ πως όχι. Το γαλανό το τίμησε ένας σπουδαίος μύστης, αλλά ο μύστης δεν είναι θεός. Θεό τον κάναν στα συναξάρια τους οι ιερείς για να διατηρήσουν την εξουσία τους».
«Μήπως είναι το πορτοκαλί που χρυσαφίζει στις φασκομηλιές μου; Το χρώμα της ισορροπίας και της αφοσίωσης; Δεν το νομίζω. Με τα χρώματα αυτά έγινε γνωστός ένας αναχωρητής που δίδαξε την περισυλλογή και τη φώτιση, μα ο λαός του σήμερα αναρωτιέται και υποφέρει».
«Σουρουπώνει, γιε μου. Μήπως το χρώμα που ψάχνουμε είναι το ασημένιο της σελήνης; Του υδάτινου στοιχείου και των κρυμμένων λογισμών; Και πάλι όχι. Ο προφήτης που το ύμνησε έκανε τη ράτσα του να φανατιστεί, κι όποιος φανατίζεται χάνει τη δύναμη του».
«Σκοτείνιασε, καλέ μου. Χάθηκαν τα χρώματα κι ακόμα να βρούμε το θεϊκό το χρώμα. Μην είναι τότε το μαύρο; Όχι, γιατί ο θεός του είναι ανελέητος. Αγγελιαφόρο του Τρόμου τον λένε και υπόσχεται έναν Παράδεισο που όλοι φοβούνται».
«Δε χρειάζεται να ψάχνουμε άλλο. Το χρώμα του δε βρίσκεται στον ουρανό. Στη γη είναι, καλέ μου. Να το, είπε κι έδειξε την καθαρή άσπρη κελεμπία του Τζεμ. Το λευκό που φέγγει ακόμα και τη νύχτα είναι το χρώμα που ζητάμε. Κι αν είναι αυτό το χρώμα του, τότε ποιος είναι εκείνος;»
«Κάποιος που είναι θεός και τόσος δα. Κάποιος σαν εσένα, είπε ο μαραμπού δείχνοντας τον ίδιο τον Τζεμ Μπεχτσή».
Κώστας Αρκουδέας, Ποτέ τον ίδιο δρόμο