Έξω από την πόλη Ναϊν περνούσε ο Χριστός, αγαπητοί αδελφοί. Εκεί συνάντησε την κηδεία ενός νέου ανθρώπου. Πολύς κόσμος τον συνόδευε στην τελευταία του κατοικία. Ήταν το μοναχοπαίδι μιας χήρας γυναίκας, γι’ αυτό και η μητέρα του έκλαιγε απελπισμένη. Ο Χριστός την πλησίασε και της είπε να μην κλαίει. Αγγίζοντας τη σορό μάλιστα, είπε στον νεαρό να σηκωθεί. Ο νεανίας σηκώθηκε και άρχισε να μιλάει. Τότε ο Χριστός τον πήρε και τον πρόσφερε στη μητέρα του. Όλοι οι παρευρισκόμενοι φοβήθηκαν και άρχισαν να δοξάζουν τον Θεό, λέγοντας ότι επισκέφθηκε τον λαό Του και ομολογώντας τον Χριστό προφήτη του Θεού ανάμεσα τους.
Ο θάνατος
Για τη φιλοσοφία ο θάνατος είναι ένα φυσικό γεγονός με το οποίο πρέπει να συμφιλιωθεί ο άνθρωπος. Καλείται να το αντιμετωπίσει κατά το δυνατόν απαθώς. Μπορεί να θυμηθεί κανείς την απάθεια με την οποία ο Σωκράτης ήπιε το κώνειο.
Τελείως διαφορετική είναι η θεολογία της Εκκλησίας μας πάνω στον θάνατο. Ο άνθρωπος δεν πλάστηκε για να πεθαίνει. Πλάστηκε για να ζήσει αιώνια. Γι’ αυτό και σε κανέναν δεν αρέσει ο θάνατος. Η αμαρτία και ο θάνατος υπήρξαν τα αποτελέσματα της παρακοής του ανθρώπου απέναντι στο θέλημα στου Θεού. Ο θάνατος λοιπόν, είτε το θέλουμε, είτε όχι, αποτελεί καίριο σημείο προβληματισμού του ανθρώπου κάθε εποχής στο διάβα της ζωής του. Διότι τι νόημα έχει η ζωή μας, αν αρχίζει με την ημερομηνία της γεννήσεως μας και τελειώνει με την ημερομηνία του θανάτου μας; Τότε ποιός ο ρόλος του ανθρώπου πάνω στη γη, όταν οι χαρές και οι λύπες του, η ευτυχία, τα επιτεύγματα του, τα βάσανα και οι στενοχώριες του καταλήγουν σε έναν τάφο; Υπάρχει τότε πιο παράλογο και τραγικό πλάσμα από τον άνθρωπο πάνω στη γη; Ποιός ο λόγος να άρει τον δίδυμο βαρύτατο ζυγό του χώρου και του χρόνου, όσο ζήσει, για να καταλήξει ως “σκωλήκων βρώμα και δυσωδία” στην ανυπαρξία;
Η αναίρεση του θανάτου
Ο Χριστός αναστήθηκε εκ νεκρών και η ανάσταση του έγινε φάρμακο αναιρετικό του θανάτου. Σε όσους τον εμπιστεύονται, τους χάρισε την αιώνια ζωή μαζί του, και τη βασιλεία του μέσα Τους στους αιώνες.
Θα μπορούσε κανείς να απορήσει λέγοντας ότι ο θάνατος συναντιέται καθημερινά στη ζωή μας, υπό ποικίλες φρικώδεις και απογοητευτικές μορφές και εκδοχές. Πως μιλάμε για αναίρεση;
Πράγματι γεγονός είναι ότι τον συναντούμε καθημερινά. Άλλωστε γνωρίζουμε ότι κάποια μέρα θα φύγουμε από τη ζωή. Όσο και να απωθείται στο ασυνείδητο αυτή η πραγματικότητα, η καθημερινότητα την φέρνει ολοφάνερα μπροστά μας κάθε στιγμή, έτσι ώστε αν λέγαμε, με ποιητικό τρόπο, ότι η ζωή μας κυλάει “βήμα βήμα προς το μνήμα” δεν θα είχαμε καθόλου άδικο.
Όταν όμως ο άνθρωπος γνωρίσει τον Χριστό μέσα στην Εκκλησία, ζωοποιείται και χαίρεται. Η χαρά αυτή δεν είναι αυτού του κόσμου, αλλά σαν μια πλατύτερη πραγματικότητα συμπληρώνει, νοηματοδοτεί και καταφάσκει όλες τις χαρές και τις λύπες μας, μέσα στο παρόν. Αποτελεί τον άξονα νοηματοδότησης της ζωής μας και του “ανοίγματος” της στην αιωνιότητα. Έτσι, ενώ βρισκόμαστε βουτηγμένοι μέσα στην καθημερινότητα και τα προβλήματα της, ενώ βλέπουμε τον θάνατο να χτυπάει καθημερινά τις πόρτες γνωστών, συγγενών και φίλων και συνειδητοποιούμε το αναπόφευκτο του, δεν μας κυριεύει η αγωνία του. Ξέρουμε ότι εκεί που θα κατέβει ο καθένας μας μετά από λίγο ή πολύ χρόνο, στον τάφο δηλαδή, κατέβηκε ο Χριστός πριν από μας για μας. Ανιστάμενος, άδειασε τα μνήματα, χαρίζοντας στους κεκοιμημένους τη ζωή. Απονεύρωσε τον Θάνατο, βγάζοντας το φαρμακερό κεντρί του και τον μετέτρεψε σε ύπνο. Έτσι, οι Ορθόδοξοι δεν μιλάμε για νεκροταφεία, αλλά για κοιμητήρια.
Μακριά η απελπισία
Μας κάνει εντύπωση στο σημερινό Ευαγγέλιο το ότι ο Χριστός, πλησιάζοντας τη χήρα γυναίκα της λέει να μην κλαίει. Είναι φυσικό όμως να κλαίει ο άνθρωπος όταν αντιμετωπίζει τον θάνατο προσφιλούς του προσώπου. Άλλωστε ο ίδιος ο Χριστός δάκρυσε όταν κοιμήθηκε ο φίλος του ο Λάζαρος και έβλεπε τον πόνο των αδελφών, φίλων και γνωστών του.
Εδώ όμως γίνεται λόγος για κάποιο άλλο είδος θρήνου: αυτού που συνοδεύει η προκαλεί την απελπισία. Όταν η απελπισία αγγίζει την καρδιά του ανθρώπου, τότε το πονηρό πνεύμα αρχίζει να εισχωρεί προσπαθώντας να κυριεύσει την ψυχή. Τότε χρειάζεται έντονη και έμπονη προσευχή για να εκδιωχθεί από την καρδιά αυτή η αίσθηση που δεν είναι κατά Θεόν, ούτε αποτελεί ένδειξη πραγματικής αγάπης για τον εκλιπόντα. Απεναντίας κρύβει ένα λεπτό πνεύμα υπερηφάνειας, έναν λεπτό εγωισμό, μια κατάσταση ευθιξίας και “αδικίας από τον Θεό”. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει ο απελπισμένος να καταλάβει δύο πράγματα: πρώτον, ότι ο Θεός μας καλεί την πιο κατάλληλη για μας ώρα κοντά Του και δεύτερον ότι αν ο άνθρωπος μας βρίσκεται καλύτερα εκεί, δεν έχουμε δικαίωμα να τον “γυρεύουμε” εδώ μαζί μας, ακόμη κι αν δεν περνάει καλά!
Άρχιμ. Ε. Τ.